- λευκοθρᾳκία
- λευκο-θρᾳκία (sc. ἄμπελος), ἡ,A a white Bithynian vine, Gp.5.17.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λευκοθράκιος — λευκοθρᾴκιος, ία, ον (Μ) το θηλ. ως ουσ. ἡ λευκοθρακία (ενν. ἄμπελος) η λευκή άμπελος τής Βιθυνίας … Dictionary of Greek